σκοτοδινιῶ

σκοτοδινιῶ
σκοτοδῑνιῶ , σκοτοδινιάω
suffer from dizziness
pres imperat mp 2nd sg
σκοτοδῑνιῶ , σκοτοδινιάω
suffer from dizziness
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
σκοτοδῑνιῶ , σκοτοδινιάω
suffer from dizziness
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
σκοτοδῑνιῶ , σκοτοδινιάω
suffer from dizziness
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκοτοδινιώ — σκοτοδινιῶ, άω, ΝΑ [σκοτοδινία.] κυριεύομαι από σκοτοδίνη, χάνω το φως μου, ζαλίζομαι («ἰλιγγιῶ κάρα λίθῳ πεπληγμένος καὶ σκοτοδινιῶ», Αριστοφ.) αρχ. μτφ. ταράζομαι, εκπλήσσομαι, χάνω τον νου μου («ὑπερφυῶς ὡς θαυμάζω τίποτ ἐστὶ ταῡτα, καὶ ἐνίοτε …   Dictionary of Greek

  • σκοτοδινίαση — η / σκοτοδινίασις, άσεως, ΝΑ [σκοτοδινιῶ] σκοτοδινία, σκοτοδίνη …   Dictionary of Greek

  • σκοτοδινώ — έω, Α [σκοτόδινος] σκοτοδινιώ («ἀλλὰ κατὰ κρημνῶν ὠθούμην ἂν ἐπὶ κεφαλῆς σκοτοδινήσας», ΨΛουκ.) …   Dictionary of Greek

  • σκοτώ — (I) άω, Α [σκότος] σκοτάζω*. (II) έω, Α [σκότος] σκοτῶ (III)*. (III) όω, ΜΑ [σκότος] μσν. σκοτώνω, φονεύω αρχ. 1. κάνω κάτι σκοτεινό, σκοτίζω, τυφλώνω («σκοτώσω βλέφαρα καὶ δεδορκότα», Σοφ.) 2. θαμπώνω 3. προξενώ σκοτοδίνη, προξενώ ζάλη, ζαλίζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”